Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός.

Αποτέλεσμα εικόνας για αγιος ιωαννης δαμασκηνος φωτο
Τα 10 πρώτα κεφάλαια


Ἀπόδοση εἰς τὴν νέα ἑλληνική: Ἀρχιμανδρίτης Δωρόθεος Πάπαρης




Ότι το θείο είναι ακατάληπτο και ότι δεν πρέπει να ερευνά κανείς και να
περιεργάζεται αυτά που δεν μας έχουν παραδοθεί από τους αγίους προφήτες
και αποστόλους και ευαγγελιστές.
«Τον Θεό ποτέ κανείς δεν τον είδε. Ο μονογενής του Υιός, που βρίσκεται
μέσα στην αγκαλιά του Πατέρα του, αυτός μας τον γνώρισε». Το θείο λοιπόν
είναι άρρητο και ακατάληπτο. «Διότι κανένας δεν γνωρίζει τον Πατέρα παρά
μόνον ο Υιός· ούτε τον Υιό γνωρίζει κανείς παρά μόνον ο Πατέρας». Και το
άγιο Πνεύμα επίσης γνωρίζει τα του Θεού,
όπως το πνεύμα του ανθρώπου γνωρίζει τα του ανθρώπου. Και μετά τήν πρώτη
εκείνη και μακάρια φύση του Αγίου Πνεύματος κανείς ποτέ δεν γνώρισε το Θεό,
παρά μόνον εκείνος στον οποίο ο ίδιος ο Θεός αποκάλυψε· κανένας από τους
ανθρώπους δεν τον γνώρισε ούτε από τις υπερκόσμιες δυνάμεις, ακόμη, νομίζω,
και αυτά τα Χερουβίμ και τα Σεραφείμ.
Αλλά ο Θεός δεν μας άφησε σε τέλεια άγνοια. Διότι η γνώση της υπάρξεως
του Θεού έχει εκ φύσεως δοθεί σε όλους μας. Ακόμη και η ίδια η κτίση
και η συνοχή και η διακυβέρνησή της διακηρύσσει το μεγαλείο της φύσεως
του Θεού. Μας φανέρωσε, όσο είναι δυνατόν, τη γνώση του εαυτού Του
πρώτα με το νόμο και τους προφήτες και έπειτα με τον μονογενή Υιό του,
τον Κύριο και Θεό μας, Σωτήρα Ιησού Χριστό.
Όλα, λοιπόν, που μας έχει παραδώσει ο νόμος, οι προφήτες, οι απόστολοι
και οι ευαγγελιστές τα αποδεχόμαστε, τα γνωρίζουμε και τα σεβόμαστε
και δεν ζητάμε τίποτε περισσότερο απ’ αυτά. Διότι ο Θεός είναι αγαθός και
μας παρέχει όλα τα αγαθά. Δεν πέφτει ούτε σε ζήλεια ούτε σε κάποιο άλλο
πάθος· διότι ο φθόνος είναι μακριά από τη θεία φύση, η οποία είναι απαθής
και μόνη αγαθή. Επειδή λοιπόν γνωρίζει τα πάντα και προνοεί για το
συμφέρον του καθένα, αποκάλυψε σε μας αυτό που μας συνέφερε να
γνωρίζουμε, ενώ αποσιώπησε αυτό που δεν μπορούμε να καταλάβουμε. Ας
αρκεσθούμε και μείνουμε σ’ αυτά, χωρίς να μετακινούμε τα αιώνια σύνορα
και χωρίς να παραβαίνουμε τη θεία παράδοση.

Γι’ αυτά που είναι δυνατόν να λεχθούν και γι’ αυτά που είναι άρρητα, και
για όσα μπορεί να είναι γνωστά και όσα άγνωστα.
Αυτός που θέλει να ομιλεί ή ν’ ακούει για το Θεό πρέπει να γνωρίζει καλά
ότι όσα αναφέρονται στο Θεό καθ’ εαυτόν και όσα στο έργο της οικονομίας Του,
ούτε όλα αποσιωπώνται ούτε όλα λέγονται· ούτε όλα είναι άγνωστα ούτε όλα
γνωστά. Και άλλο είναι αυτό που μπορεί να γίνει γνωστό και άλλο αυτό που
μπορεί να λεχθεί, όπως άλλο είναι το να ομιλεί κανείς και άλλο το να γνωρίζει
κάτι. Πολλά λοιπόν που αντιλαμβανόμαστε ατελώς με το νου για το Θεό
δεν μπορούμε να τα διατυπώσουμε κατάλληλα, αλλά αναγκαζόμαστε με δικές
εκφράσεις να ομιλούμε γι’ αυτά που είναι πάνω από μας (θεία)· έτσι
αποδίδουμε στο Θεό ύπνο, οργή, αμέλεια, χέρια, πόδια και τα όμοια.
Γνωρίζουμε και ομολογούμε ότι ο Θεός είναι χωρίς αρχή και τέλος, αιώνιος,
παντοτινός, αδημιούργητος, αμετάβλητος, αναλλοίωτος, απλός, ασύνθετος,
ασώματος, αόρατος, αψηλάφητος, απερίγραπτος, άπειρος, απεριόριστος,
ακατάληπτος,
αχώρητος στο νου, αγαθός, δίκαιος, παντοδύναμος, δημιουργός
όλων των κτισμάτων,παντοκράτορας, παντεπόπτης, προνοητής όλων,
εξουσιαστής και κριτής.
Γνωρίζουμε επίσης και ομολογούμε ότι ο Θεός είναι ένας, δηλαδή μία ουσία·
αποκαλύπτεται και υπάρχει σε τρεις υποστάσεις, εννοώ του Πατέρα, του Υιού
και του Αγίου Πνεύματος. Και ακόμη ότι ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα
είναι σε όλα ένα, εκτός από την αγεννησία, τη γέννηση και την εκπόρευση.
Γνωρίζουμε ακόμη και ομολογούμε ότι ο μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού
και Θεός
ο ίδιος, από τη μεγάλη του ευσπλαγχνία και για τη δική μας σωτηρία,
με την καλή θέληση του Πατέρα του και τη συνεργία του Αγίου Πνεύματος,
συνελήφθη ασπόρως και γεννήθηκε από την αγία Παρθένο και Θεοτόκο Μαρία
με την επέλευση του Αγίου Πνεύματος· έγινε απ’αυτήν τέλειος άνθρωπος.
Γνωρίζουμε επίσης ότι ο ίδιος είναι συγχρόνως και τέλειος Θεός και τέλειος
άνθρωπος· έχει δύο φύσεις, τη θεία και την ανθρώπινη· υπάρχει σε δύο φύσεις
που έχουν νου, θέληση, ενέργεια και αυτεξούσιο· και για να το πω μ’ ένα λόγο,
είναι με δύο φύσεις, τη θεία και την ανθρώπινη, που είναι τέλειες όσον αφορά τα
γνωρίσματα που αρμόζουν στην καθεμία και αποτελούν μία σύνθετη υπόσταση.
Διότι η Αγία Γραφή και όλη η χορεία των Αγίων μαρτυρεί ότι και πείνασε και
δίψασε και κουράστηκε και σταυρώθηκε και δοκίμασε το θάνατο και την ταφή,
αλλά αναστήθηκε την τρίτη ημέρα και αναλήφθηκε στους ουρανούς, απ’ όπου
ήλθε πάλι σε μας και θα μας έλθει αργότερα.
Αγνοούμε όμως και δεν μπορούμε να πούμε ποιά είναι η ουσία του Θεού
ή πώς είναι πανταχού παρών ή πώς γεννήθηκε Θεός από Θεό και έχει
εκπορευθεί ή πώς ταπείνωσε τον εαυτό του ο μονογενής Υιός και Θεός και
έγινε άνθρωπος από παρθένο, αφού κυοφορήθηκε με άλλο τρόπο πέρα
από τον φυσικό, ή πώς περπατούσε πάνω στα νερά χωρίς να βραχούν τα πόδια
του. Δεν μπορούμε, λοιπόν, ούτε να πούμε ούτε να εννοήσουμε
κάτι άλλο απ’ αυτά που μας έχουν αποκαλυφθεί με Πνεύμα Θεού από τα
ιερά λόγια της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, τα οποία και έχουν λεχθεί και
έχουν αποκαλυφθεί.

Απόδειξη ότι υπάρχει Θεός.
Κανείς βέβαια δεν αμφισβητεί ότι υπάρχει Θεός, ούτε αυτοί που δέχονται
την Αγία Γραφή -εννοώ και την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη-, αλλά ούτε
και οι περισσότεροι από τους Έλληνες (συγγραφείς). Διότι, όπως είπαμε,
η γνώση του Θεού έχει από τη φύση της σπαρεί μέσα μας. Επειδή όμως η
κακία του πονηρού επικράτησε πάρα πολύ στη ζωή των ανθρώπων, με
αποτέλεσμα να οδηγήσει ορισμένους στο πλέον παράλογο και χειρότερο
απ’ όλα τα κακά βάραθρο της απώλειας: να λένε δηλαδή ότι δεν υπάρχει
Θεός· την αφροσύνη τους την περιγράφει ο προφήτης Δαβίδ λέγοντας:
«Είπε ο άφρων με τη σκέψη του· δεν υπάρχει Θεός». Οι μαθητές μάλιστα
και απόστολοι του Κυρίου, αφού έγιναν σοφοί από το Πανάγιο Πνεύμα και
με τη δύναμη και τη χάρη του έκαναν θεία σημεία, αιχμαλώτισαν τους
ανθρώπους με τα δίχτυα των θαυμάτων και τους ανέσυραν από το σκοτάδι
της άγνοιας στο φως της θείας γνώσεως.
Το ίδιο και οι διάδοχοι τους στη χάρη και την αξία, οι πατέρες και δάσκαλοι,
αφού δέχθηκαν τη φωτιστική χάρη του Αγίου Πνεύματος, φώτιζαν αυτούς που
βρίσκονταν στην άγνοια και επανέφεραν στην αλήθεια τους πλανεμένους με τη
δύναμη των θαυμάτων και με τα λόγια της χάριτος. Εμείς όμως, οι οποίοι δεν
αποκτήσαμε ούτε το χάρισμα των θαυμάτων ούτε αυτό της διδασκαλίας -διότι
γίναμε ανάξιοι εξαιτίας της προσκολλήσεώς μας στις ηδονές-
ας αναπτύξουμε λίγα από εκείνα που μας έχουν παραδώσει οι ερμηνευτές της
θείας χάριτος για το θέμα αυτό, αφού ζητήσουμε τη βοήθεια του Πατέρα,
του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Όλα τα όντα είναι ή κτιστά ή άκτιστα. Εάν βέβαια είναι κτιστά, σίγουρα είναι
και μεταβλητά. Διότι, εκείνα τα οποία άρχισαν την ύπαρξή τους με τη μεταβολή,
αυτά σίγουρα θα υπόκεινται στη μεταβολή ή με φυσική φθορά ή με θεληματική
αλλοίωση. Εάν όμως είναι άκτιστα, σύμφωνα με λογική ακολουθία, θα είναι
οπωσδήποτε και αμετάβλητα. Διότι αυτά που έχουν το είναι αντίθετο, αντίθετο
έχουν και τον τρόπο υπάρξεως, δηλαδή τις ιδιότητες. Ποιός, λοιπόν, δεν θα
συμφωνήσει ότι όλα τα όντα, όσα υποπίπτουν στις αισθήσεις μας, ακόμη και οι
άγγελοι, μεταβάλλονται και αλλοιώνονται και με ποικίλους τρόπους κινούνται;
Διότι τα νοητά όντα –εννοώ τους αγγέλους, τις ψυχές και τους δαίμονες-
κινούνται προαιρετικά είτε στην πρόοδο του καλού είτε στην απομάκρυνση
απ’ αυτό, η οποία άλλοτε αυξάνει κι άλλοτε ελαττώνεται. Τα υπόλοιπα όμως όντα
μεταβάλλονται με τη γέννηση, τη φθορά, την αύξηση και τη μείωση, με τη
μεταβολή στην ποιότητα και την κίνηση στο χώρο. Όντας λοιπόν μεταβλητά,
είναι σίγουρα και κτιστά. Και εφόσον είναι κτιστά, είναι βέβαιο ότι από κάποιον
δημιουργήθηκαν. Πρέπει όμως ο δημιουργός να είναι άκτιστος· εάν κι εκείνος
δημιουργήθηκε, από κάποιον δημιουργήθηκε, έως ότου φθάσουμε σε κάποιο ον
άκτιστο. Όντας λοιπόν άκτιστος ο δημιουργός, οπωσδήποτε είναι και
αμετάβλητος. Αυτό το άκτιστο ον τί άλλο θα είναι παρά ο Θεός;
Η συνοχή, η συντήρηση και η διακυβέρνηση της κτίσεως μας διδάσκει
ότι υπάρχει Θεός, ο οποίος δημιούργησε σο σύμπαν, το συγκρατεί, το
συντηρεί και πάντοτε προνοεί γι’ αυτό. Διότι, πώς είναι δυνατόν αντίθετα
στοιχεία της φύσεως, όπως η φωτιά και το νερό, ο αέρας και η γη, εάν δεν
τα συνέχει μια πανίσχυρη δύναμη που τα κρατά αδιάσπαστα πάντοτε, να
ενώνονται μεταξύ τους για ν’ αποτελέσουν μια αρμονία και να μείνουν αδιάλυτα;
Ποιά δύναμη είναι αυτή που έφερε την τάξη στα ουράνια και τα επίγεια, σε
όσα πετούν στον αέρα και όσα είναι μέσα στο νερό, και κυρίως σε όσα υπήρχαν
πριν απ’ αυτά, δηλαδή τον ουρανό, τη γη, τον αέρα και στη φύση της φωτιάς και
του νερού; Ποιός τα ανέμιξε και τα διαίρεσε; Ποιά δύναμη τα έθεσε σε κίνηση
και κατευθύνει την αδιάκοπη και ανεμπόδιστη κίνησή τους; Άραγε δεν είναι ο
δημιουργός τους που τους έδωσε τον προορισμό τους, σύμφωνα με τον οποίο το
καθένα κινείται και κατευθύνεται; Ποιός είναι ο δημιουργός τους; Δεν είναι αυτός
που τα κατασκεύασε και τα έφερε στην ύπαρξη; Διότι δεν θα θεωρήσουμε ότι η
τύχη έχει τέτοια δύναμη. Κι έστω ότι δημιουργήθηκαν από τύχη. Τίνος έργο
είναι η τάξη τους; Τίνος έργο είναι η διατήρηση και η διαφύλαξή τους,
σύμφωνα με τον αρχικό προορισμό τους;
Εννοείται κάποιου άλλου και όχι της τύχης. Κι τί είναι αυτό το άλλο παρά ο Θεός;

Για το τί είναι ο Θεός; Ότι δηλαδή είναι ακατάληπτος.
Είναι, λοιπόν, φανερό ότι υπάρχει Θεός. Αλλά είναι τελείως ακατάληπτο
και άγνωστο τί είναι στην ουσία και τη φύση του. Επίσης, είναι φανερό
ότι είναι ασώματος. Διότι, πώς είναι δυνατόν ο άπειρος (Θεός), ο αόριστος, ο
ασχημάτιστος, ο αψηλάφητος, ο αόρατος, ο απλός και ασύνθετος να είναι σώμα;
Κι αν μπορεί να περιγραφεί και να πάθει, πώς μπορεί να είναι και αμετάβλητος;
Και αυτό που αποτελείται από στοιχεία και διαλύεται σ’ αυτά, πώς θα είναι και
απαθές. Διότι η σύνθεση είναι αιτία διαμάχης, η διαμάχη χωρισμού και ο
χωρισμός αιτία της διασπάσεως. Και η διάσπαση είναι τελείως ξένη προς το Θεό.
Πώς όμως θα έχει ισχύ ο λόγος της Γραφής «ότι ο Θεός είναι μέσα σ’ όλα και
όλα τα γεμίζει». «Λέει ο Κύριος: δεν είμαι εγώ που γεμίζω όλο τον ουρανό και
τη γη;». Διότι είναι αδύνατο το σώμα να περνά μέσα από σώματα χωρίς να τα
τέμνει ούτε το ίδιο να τέμνεται ή να συντίθεται και να αντιπαρατίθεται, όπως
ακριβώς συμβαίνει με τα υγρά που αναμειγνύονται και αποτελούν ένα κράμα.
Και εάν πάλι ορισμένοι ισχυρίζονται ότι υπάρχει άϋλο σώμα, όπως αυτό που οι
Έλληνες σοφοί το ονόμαζουν πέμπτο σώμα -πράγμα που είναι αδύνατο-, σίγουρα
όμως αυτό θα κινείται όπως ο ουρανός. Διότι αυτός είναι το πέμπτο σώμα. Και
ποιός είναι αυτός που το κινεί; Διότι καθετί που κινείται, από άλλον κινείται. Και
εκείνον ποιός τον κινεί; Κι έτσι θα πάμε ώς το άπειρο, έως ότου φθάσουμε σε
κάτι ακίνητο. Αυτό είναι το πρώτο ακίνητο που κινεί, και είναι το θείον. Και πώς
πάλι αυτό που κινείται δεν περιορίζεται σε τόπο; Επομένως, μόνο το θείον είναι
ακίνητο και κινεί με την ακινησία του τα πάντα. Γι’ αυτό πρέπει να θεωρήσουμε
το θείο ασώματο.
Αλλά ούτε αυτό (η ακινησία) μπορεί να παραστήσει την ουσία του, όπως ούτε
η έννοια αγέννητος, άναρχος, αναλλοίωτος, άφθαρτος και όσα λέγονται για το
Θεό ή σχετικά με το Θεό. Διότι αυτά δεν φανερώνουν τί είναι ο Θεός, αλλά τί
δεν είναι. Πρέπει βέβαια αυτός που θέλει να ορίσει την ουσία κάποιου όντος
να πει τί είναι, και όχι τί δεν είναι. Όμως, για το Θεό είναι αδύνατο να πούμε τί
είναι στην ουσία του. Είναι περισσότερο εύκολο να μιλήσουμε με την αφαίρεση
όλων των ιδιωμάτων του· επειδή δεν ταυτίζεται με κανένα από τα όντα· όχι ότι
τάχα δεν υπάρχει, αλλά διότι ξεπερνά όλα τα όντα και αυτήν ακόμη την έννοια της
υπάρξεως.
Διότι, αν στα όντα ανήκουν οι γνώσεις, αυτό που ξεπερνά τη γνώση
είναι καί πάνω από την ουσία· και το αντίστροφο, αυτό που είναι πάνω από την
ουσία, είναι και πάνω από τη γνώση.
Επομένως, το θείο είναι απεριόριστο και ακατάληπτο· το μόνο που
καταλαβαίνουμε γι’ αυτό είναι το απεριόριστο και ακατάληπτό του. Και όσα
λέμε καταφατικά για το Θεό, δεν φανερώνουν τη φύση του, αλλά τα σχετικά μ’
αυτήν. Η έννοια αγαθός, δίκαιος, σοφός κι ό,τι άλλο πούμε, δεν αναφέρονται στη
φύση του Θεού αλλά στα σχετικά μ’ αυτήν. Υπάρχουν και ορισμένες καταφατικές
έννοιες που λέγονται για το Θεό με καθαρή αρνητική έννοια· π.χ. λέγοντας σκοτάδι
για το Θεό, δεν εννοούμε σκοτάδι, αλλά ότι δεν υπάρχει φώς που ξεπερνά το δικό
Του φως· και λέγοντας φως, εννοούμε ότι δεν είναι σκοτάδι.

Απόδειξη, ότι ένας είναι ο Θεός και όχι πολλοί.
Αποδείξαμε ικανοποιητικά ότι υπάρχει ο Θεός και ότι η ουσία του είναι
ακατάληπτη. Επίσης, όσοι πιστεύουν στην Αγία Γραφή, δεν αμφισβητούν
ότι ο Θεός είναι ένας και όχι πολλοί. Διότι το λέει ο Κύριος στην αρχή του
Νόμου (στο Μωϋσή): «Εγώ είμαι ο Κύριος και Θεός σου που σ’ έβγαλα από
τη γη της Αιγύπτου. Δεν θα λατρεύεις άλλους θεούς εκτός από μένα». Και
πάλι λέει: «Άκουσε, λαέ του Ισραήλ· ο Κύριος και Θεός σου είναι ένας».
Το λέει και με τον προφήτη Ησαΐα: «Εγώ είμαι ο πρώτος Θεός, εγώ και ο
μετέπειτα και κανένας άλλος εκτός από μένα. Δεν υπήρξε άλλος Θεός πριν
από μένα, ούτε θα υπάρξει μετά και εκτός από μένα». Και στα ιερά
Ευαγγέλια ο Κύριος λέει τα εξής προς τον Πατέρα: «Αυτή είναι η αιώνια
ζωή, να γνωρίσουν εσένα, το μοναδικό αληθινό Θεό».
Με όσους, όμως, δεν πιστεύουν στην Αγία Γραφή, θα συζητήσουμε ως εξής.
Το θείο είναι τέλειο και δεν του λείπει τίποτε ούτε στην αγαθωσύνη ούτε στη
σοφία και τη δύναμη· είναι χωρίς αρχή και τέλος, αιώνιο, απεριόριστο και
γενικά τέλειο σε όλα. Εάν, λοιπόν, παραδεχθούμε πολλούς θεούς, υποχρεωτικά
δεχόμαστε διαφορά ανάμεσα στους πολλούς. Κι αν δεν υπάρχει καμιά διαφορά
μεταξύ τους, τότε ο Θεός είναι ένας και όχι πολλοί. Αν πάλι υπάρχει διαφορά,
πού είναι η τελειότητα; Διότι, αν υστερεί από την τελειότητα σε κάτι, είτε στην
αγαθωσύνη ή τη δύναμη ή τη σοφία ή το χρόνο ή τον τόπο, τότε δεν μπορεί
να είναι Θεός.
Η ταύτιση όμως σε όλα αποδεικνύει ότι ο Θεός είναι μάλλον ένας και όχι
πολλοί. Κι αν μάλιστα είναι πολλοί, πώς θα διατηρηθεί το απεριόριστο; Διότι
όπου θα είναι ο ένας, δεν θα βρίσκεται ο άλλος. Και πώς οι πολλοί θεοί θα
διευθύνουν τον κόσμο και δεν θα τον διαλύσουν και καταστρέψουν, εφόσον
θα έχουν πόλεμο μεταξύ τους οι κυβερνήτες; Διότι η διαφορά οδηγεί στην
έχθρα. Κι αν κάποιος υποστηρίξει ότι ο καθένας κυβερνά ένα μέρος του
κόσμου, ποιός είναι αυτός που έβαλε αυτή την τάξη και έκανε τη διανομή;
Εκείνος θα είναι ασφαλώς ο Θεός. Επομένως, ένας είναι ο Θεός, τέλειος,
απεριόριστος, δημιουργός, προνοητής και κυβερνήτης του σύμπαντος, πριν
και πάνω απ’όλα τέλειος. Επιπλέον, αποτελεί και φυσικό νόμο, η μονάδα να
είναι η βάση της δυάδος.

Για το Λόγο του Θεού.
Αυτός λοιπόν ο ένας και μοναδικός Θεός δεν είναι άλογος. Εφόσον έχει Λόγο,
δεν θα είναι χωρίς υπόσταση, ούτε θα έχει αρχή και τέλος η ύπαρξή του. Διότι,
δεν υπήρχε χρόνος, που να μην υπήρχε ο Θεός Λόγος. (Ο Θεός) έχει πάντοτε
το Λόγο του, γεννημένο απ’ Αυτόν· δεν είναι ανυπόστατος και σκορπισμένος
στον αέρα όπως ο δικός μας λόγος, αλλά είναι ενυπόστατος, ζωντανός, τέλειος.
Δεν προχωρεί έξω απ’ Αυτόν, αλλά είναι πάντοτε ενωμένος μαζί του. Διότι, πού
θα είναι, αν βγει έξω απ’ Αυτόν;
Επειδή, δηλαδή, η δική μας φύση είναι θνητή και φθαρτή, γι’ αυτό και ο λόγος
μας είναι ανυπόστατος. Ο Θεός όμως, επειδή είναι αιώνιος και τέλειος, θα έχει
και το Λόγο του τέλειο και ενυπόστατο, αιώνιο, ζωντανό και κάτοχο όλων
όσων κατέχει και ο γεννήτοράς του. Διότι, όπως ακριβώς ο δικός μας λόγος
προέρχεται από το νου αλλά δεν ταυτίζεται απόλυτα μ’ αυτόν και ούτε είναι
σε όλα διαφορετικός —διότι, αν και προέρχεται από το νου είναι κάτι άλλο
απ’ αυτόν· και παρόλο που φανερώνει το νου, δεν είναι σε όλα διαφορετικός
από το νου· αλλά, όντας κατά τη φύση όμοιος, είναι διαφορετικός στην υπόσταση—
έτσι και ο Λόγος του Θεού, με τη δική του υπόσταση είναι διαφορετικός μ’
Εκείνον (γεννήτορα), από τον οποίο έλαβε την υπόσταση· επειδή όμως δείχνει
τα ίδια που βλέπουμε στο Θεό (Πατέρα), είναι ο ίδιος στη φύση μ’ εκείνον.
Διότι, όπως βλέπουμε τον Πατέρα να είναι τέλειος σε όλα, το ίδιο βλέπουμε
και στο Λόγο που γεννήθηκε απ’ Αυτόν.

Λογική απόδειξη για το Άγιο Πνεύμα.
Πρέπει, επίσης, ο Λόγος να έχει και Πνεύμα. Ακόμη και ο δικός μας λόγος
δεν στερείται πνεύμα. Σε μας, όμως, το πνεύμα είναι ξένο στη φύση μας·
διότι πρόκειται για εισπνοή και κίνηση του αέρα, ο οποίος εισέρχεται
και διασκορπίζεται στο σώμα, για να του δώσει ζωή. Αυτό, στη διάρκεια της
ομιλίας, γίνεται φωνή του λόγου, που φανερώνει μέσα της τη δύναμη του λόγου.
Στη θεία όμως φύση, που είναι απλή και ασύνθετη, πρέπει να ομολογήσουμε
με σεβασμό ότι υπάρχει το Πνεύμα του Θεού. Διότι ο Λόγος του Θεού
δεν είναι πιο ελλιπής από το δικό μας λόγο· και δεν είναι ευσεβές να θεωρούμε
ότι το Πνεύμα εισέρχεται στο Θεό απέξω σαν κάτι το ξένο, όπως συμβαίνει
σε μας που είμαστε σύνθετοι.
Αλλά, όπως ακριβώς όταν ακούσαμε για το Λόγο του Θεού, δεν τον
θεωρήσαμε χωρίς υπόσταση ούτε ότι είναι αποτέλεσμα της μαθήσεως ή
προφέρεται με φωνή και διασκορπίζεται στον αέρα και χάνεται, αλλά
θεωρήσαμε ότι υφίσταται με ουσία, ελεύθερη βούληση, ενέργεια και
παντοδυναμία· έτσι, όταν μάθαμε και για το Πνεύμα του Θεού, το οποίο
συμμαρτυρεί για το Λόγο και φανερώνει την ενέργειά του, δεν το θεωρήσαμε
σαν κάποια πνοή χωρίς υπόσταση —διότι έτσι εξευτελίζουμε τη
μεγαλοπρέπεια της θείας φύσεως, εφόσον θεωρούμε το Πνεύμα του Θεού
σχεδόν όμοιο με το δικό μας πνεύμα.
Αντίθετα, το θεωρήσαμε δύναμη με ουσία, που έχει δική της ιδιαίτερη
υπόσταση· προέρχεται από τον Πατέρα και αναπαύεται στο Λόγο,
τον οποίο και αποκαλύπτει. Δεν είναι δυνατόν να χωριστεί από το Θεό στον
οποίο κατοικεί, ούτε από το Λόγο τον οποίο συνοδεύει· ούτε βαδίζει προς
την ανυπαρξία, αλλά είναι υποστατική δύναμη όμοια με το Λόγο,
ζωντανή, με θέληση, αυτοκινούμενη και ενεργητική·
επιθυμεί πάντοτε το αγαθό και η δύναμή της συνοδεύει τη θέληση για κάθε
καλό σκοπό· δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Διότι ποτέ ο Λόγος
δεν απουσίασε από τον Πατέρα ούτε το Πνεύμα από το Λόγο.
Έτσι, από τη μια, με την ενότητα της φύσεως, εξαφανίζεται η πλάνη της
πολυθεΐας των Ελλήνων, κι από την άλλη, με την ομολογία της υπάρξεως
του Λόγου και του Πνεύματος, ανατρέπεται η πίστη των Ιουδαίων. Και
από τις δύο αιρετικές αποκλίσεις παραμένει η ωφέλεια: από την ιουδαϊκή
αντίληψη έχουμε την ενότητα της ουσίας, ενώ από την ελληνική τη
διάκριση των υποστάσεων.
Εάν όμως οι Ιουδαίοι έχουν αντίρρηση στην παραδοχή της υπάρξεως του
Λόγου και του Πνεύματος, η Αγία Γραφή θα τους ελέγξει και αποστομώσει.
Διότι για το Λόγο λέει ο Δαβίδ: «Ο Λόγος σου, Κύριε, θα μένει αιώνια στον
ουρανό». Και αλλού πάλι λέει: «Έστειλε το Λόγο του και τους θεράπευσε».
Αν πρόκειται για λόγο προφορικό, αυτός ούτε αποστέλλεται ούτε μένει
αιώνια. Ο ίδιος ο Δαβίδ ομιλεί και για το Πνεύμα:
«Θα στείλεις το Πνεύμα σου και θα δημιουργηθούν»· και αλλού πάλι λέει:
«Οι ουρανοί σχηματίσθηκαν με το Λόγο του Κυρίου· όλη η δύναμή τους είναι
στο Πνεύμα του στόματός του». Ο Ιώβ, επίσης, λέει: «Με δημιούργησε το
θείο Πνεύμα και με συγκρατεί η πνοή του παντοκράτορα». Και το Πνεύμα που
αποστέλλεται, δημιουργεί, σταθεροποιεί και συγκρατεί δεν είναι ένας αέρας
που χάνεται, όπως και το στόμα δεν είναι μέλος του σώματος του Θεού· διότι
και τα δύο πρέπει να τα εννοήσουμε με θεοπρεπή τρόπο.

Για την Αγία Τριάδα
Γι’ αυτό πιστεύουμε σ’ ένα Θεό, τον πρωταρχικό αίτιο, τον αδημιούργητο,
αγέννητο, άφθαρτο και αθάνατο, αιώνιο, άπειρο,
απερίγραπτο, απεριόριστο, παντοδύναμο, απλό, ασύνθετο,
ασώματο, αμετάβλητο, απαθή, άτρεπτο, αναλλοίωτο, αόρατο· σ’ Αυτόν που
είναι πηγή αγαθότητος και δικαιοσύνης, νοερό φως και απρόσιτο, δύναμη που
ξεπερνά κάθε μέτρο και μετριέται μόνο με το δικό της θέλημα
—διότι κατορθώνει όλα όσα θέλει—· σ’ Αυτόν που δημιουργεί όλα
τα κτίσματα, ορατά και αόρατα, που όλα τα συνέχει, τα συντηρεί
και τα προνοεί· εξουσιάζει, κυβερνά και βασιλεύει πάνω σ’ όλα,
με βασιλεία ατέλεστη και αθάνατη, στην οποία τίποτε
δεν αντιστέκεται· όλα τα γεμίζει και από τίποτε δεν περιέχεται,
και μάλλον η ίδια περικλείει τα σύμπαντα, τα συγκρατεί και είναι
ανώτερη απ’ αυτά. (Πιστεύουμε σε μία δύναμη) που με άσπιλο τρόπο
ζωογονεί όλα τα όντα και είναι πάνω απ’ αυτά· ξεχωρίζει από κάθε ον,
επειδή είναι υπερούσια ουσία, ανώτερη από τα κτίσματα, υπέρθεη, υπεράγαθη,
υπερπλήρης· που ορίζει όλες τις αρχές και εξουσίες και βρίσκεται πάνω από
κάθε αρχή και εξουσία, πάνω από κάθε ουσία, ζωή, λόγο και νόημα·
είναι η ίδια το φως, η ίδια η αγαθοσύνη, η ίδια η ζωή, η ίδια η ουσία, διότι δεν
δεν έχει την ύπαρξη από άλλον ή από κάποιο υπάρχον ον, αλλά η ίδια είναι η
αιτία της υπάρξεως, η ζωή των ζώντων, ο λόγος όσων έχουν λογική, η αιτία
κάθε καλού για όλα. Τα γνωρίζει όλα προτού δημιουργηθούν.
Είναι μία ουσία, μία θεότητα, μία δύναμη, μία θέληση, μία ενέργεια,
μία αρχή, μία εξουσία, μία κυριότητα, μία βασιλεία, την οποία γνωρίζουμε
σε τρεις τέλειες υποστάσεις και την προσκυνάμε με μία συγχρόνως
προσκύνηση· κάθε λογική ύπαρξη της δημιουργίας πιστεύει και λατρεύει (τις
τρεις υποστάσεις) που είναι ενωμένες ασύγχυτα και διακρίνονται αχώριστα.
Αυτό είναι το παράδοξο (για τη λογική). (Πιστεύουμε) στον Πατέρα, τον Υιό
και το Άγιο Πνεύμα, που στο όνομά τους έχουμε βαπτισθεί. Διότι ο Κύριος
στους αποστόλους αυτή την εντολή έδωσε, όταν βαπτίζουν. Είπε, «να βαπτίζουν
αυτούς στο όνομα του Πατέρα και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».
(Πιστεύουμε) σ’ ένα Πατέρα, τη δημιουργική αρχή και αιτία όλων, ο οποίος
δεν γεννήθηκε από κάποιον, αλλά είναι ο μόνος χωρίς αρχική αιτία και
αγέννητος· που είναι δημιουργός όλων, αλλά κατά φύσιν Πατέρας μόνον του
μονογενή Υιού του, του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού,
ο οποίος και εκπορεύει το Πανάγιο Πνεύμα. Πιστεύουμε και σ’ ένα Υιό,
μονογενή υιό του Θεού (Πατέρα), τον Κύριό μας Ιησού Χριστό,
που
γεννήθηκε από τον Πατέρα πριν απ’ όλους τους αιώνες, φως (ο Υιός) από το
φως (του Πατέρα), αληθινός Θεός από αληθινό Θεό, που γεννήθηκε και δεν
δημιουργήθηκε, ομοούσιος με τον Πατέρα, και ο οποίος δημιούργησε τα πάντα.
Λέγοντας «προ πάντων των αιώνων» δείχνουμε ότι η γέννησή του είναι
άχρονη και άναρχη. Διότι ο Υιός του Θεού δεν προήλθε από την ανυπαρξία
στην ύπαρξη, καθώς είναι η ακτινοβολία της θείας δόξης, ο τύπος της
υποστάσεως του Πατέρα, η ζωντανή σοφία και δύναμη, ο ενυπόστατος
λόγος, η τέλεια και ζωντανή εικόνα της ουσίας του αόρατου Θεού· ήταν
πάντοτε με τον Πατέρα στους κόλπους του και γεννήθηκε απ’ Αυτόν
προαιωνίως και χωρίς αρχή. Δεν υπήρχε χρόνος που ο Πατέρας ήταν χωρίς τον
Υιό, αλλά ο Πατέρας και ο Υιός, που γεννήθηκε απ’ Αυτόν, υπήρχαν συγχρόνως·
διότι χωρίς Υιό, δεν καλείται Πατέρας. Εάν δεν είχε Υιό, δεν θα ήταν Πατέρας·
κι αν απόκτησε κατόπιν Υιό, έγινε Πατέρας μετά τη γέννηση, χωρίς να είναι
πριν απ’ αυτήν· και μεταβλήθηκε από το να μην είναι Πατέρας στην κατάσταση
να γίνει Πατέρας, το οποίο είναι χειρότερο από κάθε βλασφημία. Διότι είναι
αδύνατο να πούμε για τον Πατέρα ότι δεν έχει τη φυσική γονιμότητα· και η
γονιμότητα έχει την ιδιότητα να γεννά όμοιο απόγονο από την ίδια φύση.
Για τη γέννηση του Υιού είναι ασέβεια να λέμε ότι μεσολάβησε χρονικό
διάστημα και ότι ο Υιός γεννήθηκε χρονικά μετά τον Πατέρα.
Διότι ισχυριζόμαστε ότι η γέννηση του Υιού είναι από την ουσία του Πατέρα. Και αν
δεν δεχθούμε ότι ο Υιός από την αρχή συνυπήρχε με τον Πατέρα, από τον οποίο
και γεννήθηκε, θεσμοθετούμε μεταβολή στην υπόσταση του Πατέρα· ότι,
δηλαδή, δεν ήταν στην αρχή Πατέρας αλλά έγινε κατόπιν. Μπορεί βέβαια η κτίση
να έγινε μετέπειτα, αλλά δεν προήλθε από την ουσία του Πατέρα, εφόσον
δημιουργήθηκε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη με τη θέληση και τη δύναμή Του·
έτσι αυτό δεν σημαίνει μεταβολή στη φύση του Θεού. Διότι, γέννηση σημαίνει
προέλευση του γεννημένου από την ουσία του γεννήτορα και ομοιότητα
στην ουσία· αντίθετα, πλάση και δημιουργία σημαίνει ότι το δημιούργημα είναι
απέξω και όχι από την ουσία του δημιουργού και παντελώς ανόμοιο.
Για το Θεό όμως, ο οποίος είναι ο μόνος απαθής, αναλλοίωτος, αμετάβλητος
και παραμένει αιώνια στην ίδια κατάσταση, και η γέννηση και η δημιουργία
είναι απαθείς ιδιότητες. Αφού, σαν απλός και ασύνθετος, είναι από τη φύση
του απαθής και αμετάβλητος· δεν είναι στη φύση του να υφίσταται πάθος ή
μεταβολή, ούτε όταν γεννά ούτε όταν δημιουργεί, και δεν χρειάζεται βοήθεια
από κανέναν. Η γέννησή του είναι χωρίς αρχή και αιώνια, επειδή είναι έργο της
φύσεως και προέρχεται από την ουσία του· έτσι ο γεννήτορας δεν υφίσταται
μεταβολή· δεν υπάρχει προηγούμενος και επόμενος Θεός, ώστε να δεχθεί
προσθήκη. Η κτίση, όντας έργο της θελήσεως του Θεού, δεν έχει την ίδια
ουσία με το Θεό, επειδή αυτό που προέρχεται από το μηδέν δεν γίνεται να
είναι σύγχρονο με το άναρχο και αιώνιο.
Όπως λοιπόν ο άνθρωπος και ο Θεός δεν δημιουργούν με ίδιο τρόπο —διότι
ο άνθρωπος τίποτε δεν δημιουργεί από το μηδέν, αλλά ό,τι φτιάχνει, το κάνει
από προϋπάρχουσα ύλη· και το κάνει όχι μόνο επειδή το θέλησε, αλλά και αφού
σκέφτηκε και σχεδίασε πρώτα στο νου του το μελλούμενο να γίνει· έπειτα
το δουλεύει με τα χέρια και υπομένει κόπο και κούραση· και πολλές φορές
απέτυχε, διότι δεν έγινε το έργο του όπως το θέλει· αντίθετα ο Θεός, μόνο με
τη θέλησή του τα δημιούργησε όλα από το μηδέν στην ύπαρξη— έτσι, λοιπόν,
δεν δημιουργεί με τον ίδιο τρόπο ο Θεός και ο άνθρωπος.
Διότι ο Θεός, όντας έξω από το χρόνο και χωρίς αρχή, απαθής, αμετάβλητος,
ασώματος, μόνος και αιώνιος, γεννά εκτός χρόνου και χωρίς αρχή, απαθώς
και χωρίς μεταβολή και δίχως συνεργασία. Μάλιστα, η ακατάληπτη γέννησή
του δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Γεννά χωρίς αρχή, διότι είναι αμετάβλητος·
γεννά χωρίς μεταβολή, διότι είναι απαθής και χωρίς σώμα· γεννά, επίσης, χωρίς
συνεργασία, διότι είναι και πάλι ασώματος, ένας και μοναδικός Θεός, χωρίς
να έχει την ανάγκη άλλου· και γεννά χωρίς τέλος και διακοπή, επειδή είναι
άναρχος, άχρονος, αιώνιος και αμετάβλητος πάντοτε. Διότι το από τη φύση του
χωρίς αρχή είναι και χωρίς τέλος, ενώ εκείνο που χαριστικά είναι χωρίς τέλος
δεν είναι και οπωσδήποτε χωρίς αρχή, όπως συμβαίνει με τους αγγέλους.
Ο αιώνιος, λοιπόν, Θεός γεννά χωρίς αρχή και τέλος το Λόγο του, που είναι
τέλειος· έτσι ώστε να μη γεννά μέσα στο χρόνο ο Θεός, που έχει τη φύση και
την ύπαρξή του πάνω από το χρόνο. Ενώ ο άνθρωπος είναι φανερό ότι γεννά
με αντίθετο τρόπο, διότι και ο ίδιος γεννιέται και φθείρεται, είναι ρευστός
και πολλαπλασιάζεται, έχει σώμα και διακρίνεται η φύση του σε αρσενικό
και θηλυκό γένος. Διότι το αρσενικό γένος χρειάζεται τη βοήθεια του
θηλυκού. Αλλά ας μας σπλαγχνισθεί ο Θεός ο οποίος είναι πέρα απ’ όλα και
ξεπερνά κάθε έννοια και αντίληψη.
Η Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία διδάσκει ότι υπάρχει συγχρόνως
ο Πατέρας και ο μονογενής του Υιός, ο οποίος γεννήθηκε απ’ Αυτόν εκτός
χρόνου, με τρόπο αμετάβλητο, απαθή και ακατάληπτο, όπως το γνωρίζει
μόνον ο Θεός του σύμπαντος. Συμβαίνει το ίδιο με τη φωτιά, που υπάρχει
ταυτόχρονα με το φως της, και όχι πρώτα η φωτιά και μετά το φως, αλλά
ταυτόχρονα. Και όπως το φως προέρχεται από τη φωτιά και είναι πάντοτε μαζί
της, χωρίς καθόλου να ξεχωρίζει, έτσι και ο Υιός γεννιέται από τον Πατέρα
χωρίς καθόλου να χωρίζεται απ’ Αυτόν· αλλά πάντοτε είναι μαζί του. Το φως
όμως, αν και προέρχεται χωρίς να ξεχωρίζει από τη φωτιά και μένει πάντοτε
μαζί της, δεν έχει δική του ξεχωριστή ύπαρξη από τη φωτιά —διότι είναι
φυσική ποιότητα της φωτιάς. Αντίθετα, ο μονογενής Υιός του Θεού, που
γεννήθηκε αχώριστα και αδιάσπαστα από τον Πατέρα και μένει πάντοτε
ενωμένος μαζί Του, έχει ιδιαίτερη υπόσταση απ’ αυτήν του Πατέρα.
Ο Λόγος, λοιπόν, ονομάζεται και απαύγασμα (λάμψη) του Πατέρα, διότι
γεννήθηκε απ’ Αυτόν χωρίς συνεργασία, με τρόπο απαθή, πέρα από το χρόνο,
αμετάβλητο και αχώριστο. Ονομάζεται, επίσης, Υιός και χαρακτήρας της
υποστάσεως του Πατέρα, επειδή είναι τέλειος, έχει δική του υπόσταση και
είναι όμοιος σε όλα με τον Πατέρα, εκτός από την ιδιότητα της αγεννησίας.
Ονομάζεται μονογενής, διότι μόνος αυτός γεννήθηκε από τον Πατέρα μόνο.
Καμιά άλλη γέννηση δεν εξομοιώνεται
με τη γέννηση του Υιού του Θεού, ούτε υπάρχει άλλος Υιός του Θεού.
Ακόμη και το Άγιο Πνεύμα, το οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα, παρ’ όλα
αυτά δεν γεννιέται αλλά εκπορεύεται. Αυτό αποτελεί άλλο τρόπο υπάρξεως,
ακατάληπτο και άγνωστο, όπως και η γέννηση του Υιού.
Γι’ αυτό το λόγο, όσα έχει ο Πατέρας, είναι και δικά του, εκτός από την
αγεννησία, η οποία δεν σημαίνει διαφορά στην ουσία ή στο αξίωμα, αλλά στον
τρόπο υπάρξεως. Όπως και ο Αδάμ που δεν γεννήθηκε (από άνθρωπο) διότι
τον έπλασε ο Θεός, και ο Σήθ που γεννήθηκε αφού είναι παιδί του Αδάμ, και η
Εύα που προήλθε από την πλευρά του Αδάμ καθώς δεν γεννήθηκε, όλοι αυτοί
δεν διαφέρουν στη φύση μεταξύ τους –διότι όλοι είναι το ίδιο άνθρωποι–, αλλά
διαφέρουν στον τρόπο της υπάρξεως.
Και πρέπει να γνωρίζουμε ότι η λέξη «αγένητο» που γράφεται με ένα «ν»
σημαίνει το άκτιστο, δηλαδή το αδημιούργητο· ενώ η λέξη «αγέννητο» με δύο
«ν» σημαίνει αυτό που δεν έχει γεννηθεί. Σύμφωνα με τη σημασία της πρώτης
λέξεως διαφέρει η μία ουσία από την άλλη· διότι άλλη ουσία είναι το άκτιστο,
δηλαδή το αγένητο μ’ ένα «ν», και άλλη το γεννητό, δηλαδή το κτιστό.
Σύμφωνα όμως με τη δεύτερη σημασία της λέξεως δεν διαφέρει η μία ουσία
από την άλλη· διότι η αρχική υπόσταση κάθε είδους ζώου είναι αγέννητη (μη
δημιουργημένη), όχι αγένητη (άκτιστη). Διότι δημιουργήθηκαν και ήλθαν στην
ύπαρξη από το δημιουργό Λόγο· και δεν δημιουργήθηκαν, επειδή δεν υπήρχε
κάποιο άλλο όμοιο ον, από το οποίο να πλασθούν.
Συνεπώς, με την πρώτη σημασία της λέξεως συμφωνούν οι τρεις υπέρθεες
υποστάσεις της αγίας θεότητος· διότι είναι ομοούσιες και άκτιστες.
Δεν συμφωνούν όμως καθόλου με τη σημασία της δεύτερης λέξεως. Διότι
μόνον
ο Πατέρας είναι αγέννητος· δεν προήλθε η ύπαρξή του από κάποια άλλη
υπόσταση. Και μόνον ο Υιός είναι γεννητός· διότι έχει γεννηθεί χωρίς αρχή
και τέλος από την ουσία του Πατέρα. Και μόνο το Άγιο Πνεύμα είναι
εκπορευτό από την ουσία του Πατέρα, όχι γεννημένο αλλά εκπορευόμενο.
Έτσι μας διδάσκει η Αγία Γραφή, ενώ ο τρόπος και της γεννήσεως και της
εκπορεύσεως παραμένει ακατάληπτος.
Πρέπει να γνωρίζουμε και το εξής· η ιδιότητα της πατρότητας, της υιότητας και
της εκπορεύσεως δεν μεταφέρθηκε στη μακαρία θεότητα από τη δική μας
κατάσταση. Το αντίθετο· από εκεί έχει δοθεί σε μας, όπως λέει ο θείος
Απόστολος: «Γι’ αυτό λυγίζω τα γόνατά μου μπροστά στον Πατέρα, από τον
οποίο προέρχεται κάθε πατρότητα και στον ουρανό και στη γη».
Αν μάλιστα λέμε ότι ο Πατέρας είναι η αρχική αιτία του Υιού και μεγαλύτερος,
δεν εννοούμε ότι Αυτός προηγείται από τον Υιό στο χρόνο και τη φύση, διότι
«μ’ αυτόν (τον Υιό) κατασκεύασε το σύμπαν». Ούτε εννοούμε ότι προηγείται
σε κάτι άλλο, παρά
μόνο στην αιτία· δηλαδή, ο Υιός γεννήθηκε από τον
Πατέρα και όχι ο Πατέρας από τον Υιό· ο Πατέρας είναι αίτιος του Υιού στην
ουσία, όπως η φωτιά δεν προέρχεται από το φως, αλλά μάλλον το φως από τη
φωτιά.
Όταν, λοιπόν, ακούσουμε ότι ο Πατέρας είναι η αρχική ουσία του Υιού και
μεγαλύτερός του, ας εννοήσουμε ότι είναι στην αιτία. Και όπως δεν λέμε ότι
είναι από άλλη ουσία η φωτιά και από άλλη το φως, έτσι δεν είναι δυνατόν να
πούμε ότι ο Πατέρας είναι από άλλη ουσία και από άλλη ο Υιός, αλλά είναι
από τη μία και ίδια ουσία. Και όπως λέμε
ότι η φωτιά φωτίζει με το φως που βγαίνει απ’ αυτήν, και δεν θεωρούμε το
φως που πηγάζει από τη φωτιά ως υπηρετικό όργανό της, αλλά μάλλον ως
φυσική της ιδιότητα, έτσι λέμε ότι ο Πατέρας όλα όσα κάνει, τα κάνει
με το μονογενή του Υιό, ο οποίος δεν λειτουργεί ως υπηρετικό
όργανο, αλλά ως φυσική και ενυπόστατη δύναμη (του Πατέρα).
Και όπως λέμε ότι η φωτιά φωτίζει και ότι το φως της φωτιάς επίσης φωτίζει,
κατά τον ίδιο τρόπο «όλα, όσα κάνει ο Πατέρας, τα ίδια κάνει και ο Υιός».
Αλλά, ενώ το φως δεν έχει ιδιαίτερη υπόσταση από τη φωτιά, ο Υιός
αποτελεί τέλεια υπόσταση και είναι αχώριστος από την υπόσταση του Πατέρα,
όπως το αποδείξαμε παραπάνω. Διότι είναι αδύνατο να βρεθεί στην κτίση
εικόνα που να φανερώνει απαράλλακτα με το περιεχόμενό της την κατάσταση
της Αγίας Τριάδος. Διότι, πώς το κτιστό και σύνθετο, το μεταβλητό και τρεπτό,
το περιορισμένο και σχηματισμένο και φθαρτό, είναι δυνατόν να φανερώσει
τη θεία ουσία που είναι απαλλαγμένη απ’ όλα αυτά; Είναι μάλιστα φανερό
ότι όλη η κτίση είναι δέσμια στα περισσότερα απ’ αυτά και ότι στη φύση της
εξουσιάζεται από τη φθορά.
Πιστεύουμε, επίσης, και στο ένα Άγιο Πνεύμα, το Κύριο και ζωοποιό,
το οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα και αναπαύεται στον Υιό·
το προσκυνάμε και το δοξάζουμε μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό
επειδή είναι ομοούσιο και συναιώνιο. Είναι το Πνεύμα του Θεού, το ευθές,
που εξουσιάζει το νου, πηγή ζωής και αγιασμού, που συνυπάρχει και
το επικαλούμαστε μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό· που είναι άκτιστο, πλήρες,
δημιουργικό, κυριαρχικό, πανδημιουργικό, παντοδύναμο και απειροδύναμο·
που κυριαρχεί σ’ όλη την κτίση χωρίς να διευθύνεται από κανένα, γεμίζει
χωρίς να το γεμίζουν, μετέχουν σ’ αυτό και δεν μετέχει το ίδιο, αγιάζει και
δεν αγιάζεται, και παρηγορεί διότι δέχεται τις παρακλήσεις όλων·
είναι σ’ όλα όμοιο με τον Πατέρα και τον Υιό, εκπορεύεται από τον Πατέρα,
μεταδίδεται μέσω του Υιού και το δέχεται όλη η κτίση.
Μ’ αυτό δημιουργείται και λαμβάνουν ουσία τα σύμπαντα, τα αγιάζει
και τα συγκρατεί· είναι ενυπόστατο, έχει δηλαδή δική του υπόσταση,
αχώριστο και συνδεδεμένο με τον Πατέρα και τον Υιό· τα έχει όλα, όσα έχει
και ο Πατέρας και ο Υιός, εκτός από την ιδιότητα του αγέννητου
και του γεννητού.
Διότι ο Πατέρας είναι αναίτιος και αγέννητος, επειδή δεν προήλθε από
κανέναν·
έχει την ύπαρξη από τον εαυτό του και, ό,τι έχει, δεν το έχει από
άλλον· αυτός μάλιστα είναι η αρχή και η αιτία της φυσικής υπάρξεως όλων
των όντων. Ο Υιός πάλι προέρχεται με γέννηση από τον Πατέρα· και το Άγιο
Πνεύμα πάλι από τον Πατέρα, όχι όμως με γέννηση αλλά με εκπόρευση. Ήδη
μάθαμε ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ γεννήσεως και εκπορεύσεως· ποιός όμως
είναι ακριβώς ο τρόπος της διαφοράς, δεν το ξέρουμε καθόλου. Το ίδιο δεν
γνωρίζουμε τί είδους είναι η γέννηση του Υιού από τον Πατέρα και τί
η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος.
Όλα, λοιπόν, όσα έχει ο Υιός, τα έχει και το Πνεύμα από τον Πατέρα· έχει και
την ίδια την ύπαρξη. Κι αν δεν υπάρχει ο Πατέρας, δεν υπάρχει ούτε ο Υιός
ούτε και το Πνεύμα. Κι αν ο Πατέρας δεν έχει κάτι, δεν το έχει ούτε ο Υιός,
ούτε και το Πνεύμα. Και εξαιτίας του Πατέρα, επειδή δηλαδή υπάρχει ο Πατέρας,
υπάρχουν ο Υιός και το Πνεύμα. Και εξαιτίας του Πατέρα ο Υιός και το Πνεύμα
έχουν όλα όσα έχουν· δηλαδή τα έχουν, επειδή τα έχει ο Πατέρας, εκτός από την
ιδιότητα της αγεννησίας, της γεννήσεως και της εκπορεύσεως. Διότι, οι άγιες
τρεις υποστάσεις διαφέρουν μεταξύ τους μόνον σ’ αυτές τις υποστατικές
ιδιότητες· δεν διαφέρουν στην ουσία, αλλά διαιρούνται αχώριστα από την
ιδιαιτερότητα της καθεμιάς υποστάσεως.
Ισχυριζόμαστε, επίσης, ότι καθένα από τα τρία πρόσωπα έχει τέλεια υπόσταση,
για να μη δεχθούμε ως τέλεια μια σύνθετη φύση που αποτελείται από τρεις
ατελείς υποστάσεις· αλλά να γνωρίσουμε στις τρεις τέλειες υποστάσεις μία απλή
ουσία με άπειρη και προαιώνια τελειότητα.
Διότι, καθετί που αποτελείται από ατελή μέρη είναι οπωσδήποτε σύνθετο, ενώ
είναι αδύνατο να γίνει σύνθεση από τέλειες υποστάσεις. Γι’ αυτό λέμε ότι η
ουσία δεν αποτελείται από υποστάσεις αλλά υπάρχει σε υποστάσεις. Και
ονομάσαμε ατελή αυτά που δεν διατηρούν τη μορφή του αντικειμένου που
αποτελείται απ’ αυτά. Η πέτρα, για παράδειγμα, το ξύλο, το σίδερο, το καθένα
είναι ξεχωριστά τέλειο στην ιδιαίτερη φύση του· όσον αφορά όμως το σπίτι
που χτίζεται απ’ αυτά, το καθένα είναι ατελές· διότι κανένα απ’ αυτά από μόνο
του δεν είναι σπίτι.
Λέμε, λοιπόν, ότι οι υποστάσεις είναι τέλειες, για να μη νομίσουμε ότι η θεία
φύση είναι σύνθετη· «διότι η σύνθεση αποτελεί αιτία διαχωρισμού». Και πάλι
λέμε ότι οι τρεις υποστάσεις αλληλοϋπάρχουν, για να μη εισάγουμε πλήθος
και όμιλο θεών. Με τις τρεις υποστάσεις εννοούμε το ασύνθετο και ασύγχυτο,
ενώ με το ομοούσιο και την αλληλοΰπαρξη των υποστάσεων και την
ταύτιση του θελήματος, της ενέργειας, της δυνάμεως,
της εξουσίας και της κινήσεως, για να το πως έτσι, γνωρίζουμε
ότι ο Θεός είναι αδιαίρετος και ένας. Ο Θεός πράγματι είναι ένας,
ο Θεός Πατέρας, ο Λόγος και το Πνεύμα του.
Και πρέπει κανείς να γνωρίζει ότι άλλο πράγμα είναι η πραγματική θεώρηση,
και άλλο θεώρηση με τη λογική και το νου. Στην περίπτωση των
δημιουργημάτων, η διάκριση των υποστάσεων νοείται πραγματικά· διότι
ο Πέτρος είναι στην πραγματικότητα ξεχωριστός από τον Παύλο. Αλλά, τα
κοινά γνωρίσματα και η συγγένεια νοούνται με τη λογική και την αντίληψη.
Διότι με το νου αντιλαμβανόμαστε ότι ο Πέτρος και ο Παύλος έχουν την ίδια,
μία και κοινή φύση. Ο καθένας τους είναι θνητή λογική ύπαρξη και έχει σάρκα
με ψυχή, που διαθέτει λογική και νου. Αυτή η κοινή φύση μπορεί να γίνει
αντιληπτή με τη λογική.
Και ούτε οι υποστάσεις αλληλοϋπάρχουν. Διότι, η καθεμιά υφίσταται
ιδιαιτέρως και χωριστά· υπάρχει, δηλαδή, μόνη της, και είναι πάρα πολλά
αυτά που την διακρίνουν από την άλλη. Διαφέρουν μάλιστα στην
απόσταση και στο χρόνο· ξεχωρίζουν επίσης, στη γνώμη, τη δύναμη και
τη μορφή, δηλαδή στο σχήμα, τις συνήθειες, την ιδιοσυγκρασία, την
αξία, το επάγγελμα και όλες τις ιδιότητες του χαρακτήρα. Περισσότερο
όμως απ’ όλα διαφέρουν στο ότι ζουν χωριστά και όχι μαζί. Γι’ αυτό και
λέμε, δύο, τρεις και πολλοί άνθρωποι.
Και αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε σ’ όλα τα κτίσματα. Αλλά, στην
Αγία, υπερούσια, υπερβατική και ακατάληπτη Τριάδα παρατηρούμε το
αντίθετο. Διότι εκεί η κοινωνία και η ενότητα νοούνται πραγματικά,
επειδή υπάρχει το συναΐδιο, η ταυτότητα της ουσίας, της ενέργειας και
θελήσεως, η συμφωνία της γνώμης, η ταύτιση της εξουσίας, της δυνάμεως
και της καλωσύνης και η ενιαία εκδήλωση της κινήσεως· ας προσέξουμε,
δεν είπα ομοιότητα αλλά (απόλυτη) ταύτιση. Διότι είναι μία ουσία, μία
αγαθότητα, μία δύναμη, μία θέληση, μία ενέργεια, μία εξουσία· είναι μία
και η ίδια κίνηση των τριών υποστάσεων, και όχι τρεις όμοιες μεταξύ τους.
Διότι η καθεμία (υπόσταση) απ’ αυτές σχετίζεται με την άλλη όχι λιγότερο απ’
ότι με τον εαυτό της· δηλαδή, ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι ένα
σε όλα, εκτός από την αγεννησία, τη γέννηση και την εκπόρευση· η διαίρεση
όμως θεωρείται με το νου. Διότι γνωρίζουμε ένα Θεό· και μόνο στις
ιδιότητες της πατρότητος, της υιότητος και της εκπορεύσεως εννοούμε
τη διαφορά σχετικά με την αιτία, το αποτέλεσμα και την τελειότητα της
υποστάσεως, δηλαδή όσον αφορά στον τρόπο της υπάρξεως.
Διότι δεν μπορούμε να λέμε ότι ισχύει για τον απερίγραπτο Θεό τοπική
απομάκρυνση όπως γίνεται σε μας –εφόσον οι υποστάσεις αλληλοϋπάρχουν,
όχι για να συγχέονται, αλλά για ανήκει η μία στην άλλη, σύμφωνα με τα λόγια
του Κυρίου, που είπε: «Εγώ υπάρχω με τον Πατέρα, και ο Πατέρας με μένα»·
ούτε μπορούμε να μιλάμε για διαφορά θελήσεως ή γνώμης ή ενέργειας ή
δυνάμεως ή κάποιου άλλου, τα οποία προξενούν γενικά σε μας την πραγματική
διαίρεση.
Γι’ αυτό και δεν κάνουμε λόγο για τρεις θεούς, για τον Πατέρα, τον Υιό και
το Άγιο Πνεύμα, αλλά κυρίως για ένα Θεό, την Αγία Τριάδα, επειδή ο Υιός
και το Πνεύμα αναφέρονται σε ένα αίτιο· δεν συνθέτουν ούτε συγχωνεύονται,
σύμφωνα με τη διδασκαλία του Σαβέλλιου για συνένωση –διότι, όπως είπαμε,
ενώνονται όχι για να συγχέονται, αλλά να αλληλοϋπάρχουν· και έχουν την
αλληλοπεριχώρηση χωρίς καμιά συγχώνευση ή ανάμειξη–· ούτε βγαίνουν
έξω από την ουσία τους ούτε χωρίζονται, σύμφωνα με τη διαίρεση της διδαχής
του Αρείου. Διότι, αν πρέπει να το πω με συντομία, η θεότητα –αν και
χωρισμένη σε μέρη–είναι αδιαίρετη, σαν μια σύνθεση και συνένωση του φωτός
σε τρεις ήλιους ενωμένους και αχώριστους μεταξύ τους.
Όταν, λοιπόν, για να το πω έτσι, στρέψουμε την προσοχή μας στη θεότητα,
στην πρώτη αιτία
και μοναδική αρχή, στην ενότητα και ταυτότητα της
θεότητος, στην κίνηση, τη βούληση και την ταυτότητα της ουσίας, της
δυνάμεως, της ενέργειας και εξουσίας, ένα γίνεται αντιληπτό από τη φαντασία
μας. Όταν πάλι στρέψουμε την προσοχή σ’ αυτά που υπάρχει η θεότητα, ή, για
να το πω με μεγαλύτερη ακρίβεια, σ’ αυτά που αποτελούν τη θεότητα και σ’
αυτά που προήλθαν από την πρώτη αιτία προαιωνίως, με κοινή συμφωνία και
χωρίς διαίρεση, εννοώ δηλαδή τις υποστάσεις του Υιού και του Πνεύματος,
τότε τρία είναι αυτά που προσκυνάμε.
Ένας είναι ο Πατέρας, ο Πατέρας που είναι άναρχος, δηλαδή χωρίς αιτία· διότι δεν
τον δημιούργησε κάποιος. Ένας είναι ο Υιός, ο Υιός που δεν είναι χωρίς
αρχή, δηλαδή έχει αιτία· διότι προέρχεται από τον Πατέρα. Αν όμως
υπολογίσεις την αρχή με την έναρξη του χρόνου, τότε είναι και άναρχος·
διότι αυτός δημιούργησε το χρόνο, και δεν υπόκειται στο χρόνο. Ένα είναι
το Πνεύμα, το Άγιο Πνεύμα, που προέρχεται από τον Πατέρα, όχι ως υιός αλλά
εκπορευόμενο. Ούτε ο Πατέρας χάνει την αγεννησία επειδή γέννησε, ούτε ο
Υιός χάνει τη γέννηση επειδή προέρχεται από τον αγέννητο. Πώς είναι
δυνατόν να γίνει αυτό; Ούτε το Πνεύμα μεταβάλλεται σε Πατέρα ή σε Υιό,
επειδή εκπορεύεται και είναι Θεός· διότι η ιδιότητα μένει σταθερή. Και πώς θα
μείνει σταθερή η ιδιότητα, όταν κινείται και μεταβάλλεται; Διότι, εάν ο
Πατέρας είναι Υιός, δεν είναι κυριολεκτικά Πατέρας. Κι αν ο Υιός είναι
Πατέρας, δεν είναι κυριολεκτικά Υιός· επειδή ένας είναι στην κυριολεξία
ο Υιός και ένα το Άγιο Πνεύμα.
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι για τον Πατέρα λέμε ότι δεν γεννήθηκε από κάποιον·
λέμε όμως ότι αυτός είναι ο Πατέρας του Υιού. Για τον Υιό λέμε ότι δεν
είναι ούτε ο αίτιος ούτε Πατέρας· λέμε ότι προέρχεται από τον Πατέρα
και
είναι Υιός του Πατέρα. Και για το Άγιο Πνεύμα πάλι λέμε ότι προέρχεται από
τον Πατέρα και το καλούμε Πνεύμα του Πατέρα. Και δεν λέμε ότι το Πνεύμα
προέρχεται από τον Υιό· το ονομάζουμε Πνεύμα του Υιού· λέει ο θείος
απόστολος: «εάν κάποιος δεν έχει το Πνεύμα του Χριστού, αυτός δεν ανήκει
σ’ αυτόν». Ομολογούμε ότι με τον Υιό μας φανερώθηκε και μεταδόθηκε. Λέει
ότι «Φύσησε» και είπε στους μαθητές του: «Λάβετε το Άγιο Πνεύμα». Όπως
ακριβώς η ακτίνα και η λάμψη προέρχονται από τον ήλιο –διότι αυτός είναι η
πηγή της ακτίνας και της λάμψεως–, και με την ακτίνα μας μεταδίδεται η λάμψη
και αυτή είναι που μας φωτίζει και στην οποία μετέχουμε. Για τον Υιό, βέβαια,
ούτε λέμε ότι είναι Υιός του Πνεύματος ούτε γεννήθηκε από το Πνεύμα.

Γι’ αυτά που λέγονται για το Θεό.
Το θείο είναι απλό και ασύνθετο. Ενώ αυτό που αποτελείται από πολλά και
διάφορα στοιχεία είναι σύνθετο. Εάν όμως θεωρήσουμε το άκτιστο, το
άναρχο, το ασώματο, το αθάνατο, το αιώνιο, το αγαθό, το δημιουργικό και
τα παρόμοια ως ουσιαστικές διαφορές για το Θεό, εφόσον αποτελείται από
τόσα πολλά στοιχεία, δεν θα είναι απλός αλλά σύνθετος, πράγμα που συνιστά
τη μεγαλύτερη ασέβεια. Γι’ αυτό πρέπει να θεωρούμε ότι καθετί που λέγεται
για το Θεό δεν δηλώνει τί είναι κατ’ ουσία ο Θεός, αλλά ή δείχνει τί δεν είναι,
ή δηλώνει κάποια σχέση με κάτι αντίθετο, ή φανερώνει κάτι παρεπόμενο της
φύσεως, ή δείχνει κάποια ενέργεια.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι το κυριότερο απ’ όλα τα λεγόμενα ονόματα για το Θεό
είναι το όνομα «ο Ων», όπως το λέει ο ίδιος τη στιγμή που αποκρίνεται
στο Μωϋσή πάνω στο βουνό: «Είπα στα παιδιά του Ισραήλ· μ’ έστειλε ο Ων».
Διότι περιέκλεισε στον εαυτό του να έχει όλη την ύπαρξη, σαν κάποιο
άπειρο και απεριόριστο πέλαγος υπάρξεως. Και όπως λέει ο άγιος Διονύσιος,
το όνομα «αγαθός». Διότι δεν επιτρέπεται να πούμε για το Θεό ότι πρώτα
υπάρχει και έπειτα είναι αγαθός. Δεύτερο όνομα είναι το «Θεός», το οποίο
προέρχεται ή από τη λέξη «θέειν»(=τρέχει), διότι περιτρέχει τα σύμπαντα, ή
από τη λέξη «αίθειν», που σημαίει καίει –«διότι ο Θεός είναι φωτιά που όλα
τα καίει», και μαζί κάθε κακία–, ή προέρχεται από τη φράση «βλέπει τα πάντα»·
διότι είναι αλάθητος και όλα τα εποπτεύει. Διότι τα είδε «όλα προτού να
γίνουν», αφού τα είχε προαιώνια στο νου του· και το καθετί δημιουργήθηκε
στον καθορισμένο χρόνο, σύμφωνα με το προαιώνιο σχέδιο της θελήσεώς του,
το οποίο περιλαμβάνει τον προορισμό, την εικόνα και το παράδειγμα.
Το πρώτο, λοιπόν, όνομα εκφράζει την ίδια την ύπαρξη και τη φύση της,
ενώ το δεύτερο εκφράζει την ενέργεια. Τα ονόματα πάλι άναρχο, άφθαρτο και
αγένητο, δηλαδή αδημιούργητο, ασώματο, αόρατο και τα παρόμοια,
δηλώνουν τί δεν είναι· δηλαδή, ότι η ύπαρξή του δεν έχει αρχή, δεν φθείρεται,
δεν έχει δημιουργηθεί, δεν είναι σώμα και δεν είναι ορατή. Τα ονόματα πάλι
αγαθός, δίκαιος, όσιος και τα όμοια έχουν σχέση με τη φύση (ουσία), αλλά δεν
δηλώνουν την ίδια την ουσία. Τα ονόματα Κύριος, βασιλεύς και τα όμοια
δείχνουν τη σχέση μ’ αυτά που αντιδιαστέλλονται· διότι ονομάζεται Κύριος
αυτών που τους κυριεύει, βασιλεύς αυτών που κυβερνά, δημιουργός αυτών
δημιουργεί και ποιμένας αυτών που ποιμαίνει.

Για τη θεία ένωση και διάκριση.
Όλα, λοιπόν, αυτά τα ονόματα πρέπει να τα θεωρήσουμε κοινά και τα ίδια
για όλη τη θεότητα με απλότητα, χωρίς διαίρεση και ενωμένα· νοούμε
χωριστά μόνο τα ονόματα Πατέρας, Υιός και Πνεύμα καθώς και τα αναίτιος,
αιτιατός, αγέννητος, γεννητός, εκπορευτό, τα οποία δεν φανερώνουν την
ουσία, αλλά τη σχέση μεταξύ τους και τον τρόπο της υπάρξεώς τους.
Όταν, λοιπόν, τα γνωρίσουμε αυτά και μας οδηγήσουν προς τη θεία ουσία,
δεν κατανοούμε την ίδια την ουσία, αλλά τα σχετικά μ’ αυτήν. Όπως
ακριβώς, εάν γνωρίσουμε ότι η ψυχή είναι χωρίς σώμα, μέγεθος και σχήμα,
δεν σημαίνει ότι κατανοήσαμε αμέσως και την ουσία της· το ίδιο και με το
σώμα, εάν γνωρίσουμε ότι είναι λευκό ή μαύρο, δεν γνωρίσαμε την ουσία του,
αλλά τα σχετικά μ’ αυτήν. Η αληθινή διδασκαλία διδάσκει ότι το θείο είναι
απλό και έχει μια απλή ενέργεια, που είναι αγαθή· αυτή ενεργεί το καθετί
σε όλα, όπως η ακτίνα του ήλιου, η οποία τα θερμαίνει όλα και ενεργεί
στο καθένα ανάλογα με τη φυσική του διάθεση και τη δεκτική του ικανότητα·
διότι έχει λάβει αυτού του είδους την ενέργεια από το Θεό που το
δημιούργησε.
Εξαιρούνται βέβαια όσα γεγονότα αναφέρονται στη θεία και φιλάνθρωπη
ενσάρκωση του Λόγου του Θεού. Διότι δεν είχαν συμμετάσχει σ’ αυτά με
κανένα τρόπο ούτε ο Πατέρας ούτε το Πνεύμα, παρά μόνον με την καλή τους
θέληση και την ανέκφραστη θαυματουργία, την οποία πραγματοποίησε για
μας με την ενανθρώπησή του ο Λόγος του Θεού, σαν αναλλοίωτος Θεός και
Υιός του Θεού.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

CIA:Ναρκωτικά, ιερόδουλες και πειράματα σε ανθρώπους.

Β.ΠΟΥΤΙΝ ΠΡΟΣ ΗΠΑ.ΘΑ ΑΠΑΝΤΗΣΟΥΜΕ ΓΡΗΓΟΡΑ ΚΑΙ ΣΥΜΜΕΤΡΙΚΑ.

Ισλαμιστές απειλούν με θάνατο Γάλλους καθηγητές.